-
1 электрический
επ.ηλεκτρικός•-ая искра ο ηλεκτρικός σπινθήρας•
-ая батарея ηλεκτρικός συσσωρευτής•
-ая станция ο ηλεκτρικός σταθμός•
-ая цепь ηλεκτρικό κύκλωμα•
-ая печь ηλεκτρική κάμινος (φούρνος)•
-ое зажигание ηλεκτρική ανάφλεξη (έναυσμα)•
-ые часы ηλεκτρικό ωρολόγι•
-ое освещение ηλεκτροφωτισμός.
-
2 момент
1. (физ., мех.) η ροπή- затяжки (напр. винта гайки) - σύσφιξηςкинетический - см. - импульса - количества движения см. - импульса - коррекции (в гироскопических приборах) - της τροποποίησης- крена (ав.мор.) - της κλίσηςкренящий - см. - крена критический - κρίσιμη -крутящий - см. - кручения - кручения - της στρέψης, στρέφουσα -- площади статический - του εμβαδού, στατικήтормозной - του φρένου/της πέδηςугловой - см. - импульса ускоряющий - της επιτάχυνσης2. (миг, мгновение) ηστιγμή 3. (отдельная сторона какого-л. явления) τοστοιχείο, η πλευρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > момент
-
3 привод
тех. η μετάδοση της κίνησηςο μηχανισμός κίνησηςшкафчик дистанционного - а системы С02 το κιβώτιο του μηχανισμού κίνησης εξ' αποστάσεως του δικτύου С02гидравлический подъёмный - крышки светового люка ο υδραυλικός μηχανισμός ανύψωσης σπιραγίουдистанционный - главного пускового клапана ο μηχανισμός κίνησης εξ αποστάσεως της κύριας βαλβίδας εκκίνησηςдистанционный - пусковых баллонов ο μηχανισμός κίνησης εξ' αποστάσεως των δοχείων εκκίνησηςподъёмный - крушки светового люка ο μηχανισμός ανύψωσης των πωμάτων του σπιράγιουрулевой - του πηδαλίου/τιμονιούРусско-греческий словарь научных и технических терминов > привод
-
4 камин
η εστία, το τζάκι водоохлажда-емый - υδρόψυκτη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > камин
-
5 каротаж
(геофиз) η έρευνα στις γεωτρήσεις (μέσω γεωφυσικών μεθόδων)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > каротаж
-
6 тормоз
тех. η πέδητο φρένοвоздушный - η αεροπέδη, το αερόφρενοножной - το ποδόφρενο, ο ποδομοχλός πέδησης- αέροςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тормоз
-
7 агрегат
1. тех. η μονάδα, το συγκρότημα (μηχανών)преобразовательный эл. - μετασχηματισμούпусковой ав. - εκκίνησης2. мин. το πρόσμειγμαη σύσταση (του ορυκτού)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > агрегат
-
8 диполь
1. (система двух зарядов) το δίπολο, το μόριο με ηλεκτρική κίνηση 2. (тип антенны) η διπολική κεραία 3. (магнитный) το μαγνητικό δίπολο, η μαγνητική διπολική ροπή 4. (электрический) η ηλεκτρική διπολική ροπή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диполь
-
9 полотер
полотерм ὁ στιλβωτής πατωμάτων:электрический \полотер ἡ ἡλεκτρική παρκετέζα. -
10 разряд
разряд Iм (разряжение) ἡ ἐκκένωση[-ις], τό ἀδειασμα:электрический \разряд ἡ ἡλεκτρική ἐκκένωση [-ις].разряд IIм (класс, группа) ἡ κατηγορία, ἡ τάξη [-ις], ἡ συνομοταξία:высший \разряд ἡ ἀνωτάτη κατηγορία. -
11 камин
-
12 предохранитель
-я α.(τεχ.) ασφάλεια•предохранитель ру-жиный предохранитель η ασφάλεια του όπλου•
сгорел электрический предохранитель κάηκε η ηλεκτρική ασφάλεια.
-
13 прибор
-а α.1. συσκευή, όργανο, μηχανισμός•измерительный прибор όργανο εκμέτρησης•
прибор электрический συσκευή ηλεκτρική.
2. πλήρης συλλογή αντικειμένων, το κομπλέ• τα εξαρτήματα, τα είδη το σερβίτσιο•письменный τα γραφικά είδη•
бритвенный прибор τα ξυριστικά είδη•
чайный прибор το σερβίτσιο του τσαγιού.
-
14 стул
-а α. πλθ. стулья, -ьев α.1. κάθισμα, εδώλιο• καρέκλα•складной стул πτυσσόμενο κάθισμα•
подать стул προσφέρω κάθισμα•
соломенный стул ψάθινη καρέκλα.
|| θέση, θώκος•министерский стул υπουργική θέση, υπουργικός θώκος.
2. υποστάτης, υποστήριγμα (οργάνου, συσκευής κ.τ.τ.).3. μόνο ενκ. (ιατρ.) άφοδος.εκφρ.электрический стул – ηλεκτρική καρέκλα•сидеть между двух -ьев – συμμερίζομαι δυο διάφορες απόψεις.